- ονυχάλειμμα
- ὀνυχάλειμμα, τὸ (Μ)αλοιφή παρασκευασμένη από όνυχα, είδος αρωματικής ουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + ἄλειμμα (< ἀλείφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀνυχαλείμματι — ὀνυχάλειμμα ointment of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek